Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Η βαρελοποιεία εις την Σαντορίνην

Η βαρελοποιεία εις την Σαντορίνην

Οι βουτσάδες της Σαντορίνης, ήταν ιδιαίτερα περιζήτητοι. Τα υλικά τους ήταν οι ξύλινες ντούγες (βαρελοσανίδες), τα ξύλινα τσέρκια, τα σιδερένια στεφάνια και τα πιρτσίνια. Χρησιμοποιώντας την ταλιατούδα, το σφυρί, την σφήνα, τον τσινιαδόρο, το τηροφούντι, τον ξυλοφά,  τον γλύφτρη   και άλλα εργαλεία έφτιαχναν άφουρες  (χωρητικότητας 1088 οκάδων), βουτσιά 336
οκάδων, μπόμπες (400-600 οκάδων, βαρέλες 40-60 οκάδων.. Οι βουτσάδες πέρα από τα βαρέλια που ήταν για το κρασί  κατασκεύαζαν και βαρέλια για το ρακί, το κανιάκ, το τυρί και πολλά άλλα σκεύη απαραίτητα για την κάναβα , όπως κουβάδες, μπίρλια (δοχείο που τοποθετείται στην οπή της κοιλιάς του βαρελιού με χρήση το γέμισμα), της άφουρας για την μεταφορά του κρασιού, το σέκιο για την μέτρηση του κρασιού από τον τραβετζαριστή, το μαστέλο (δοχείο κάτω από την κάνουλα του βαρελιού) , όπως επίσης και οι βούτες όπου πάστωναν το λαρδί του χοίρου, οι αλατσέρες που βάζανε το αλάτσι στο μαεριό και οι γλάστρες που φύτευαν διάφορα φυτά.

Δ. Οικονομίδης

Εισαγωγή
Τους λαογράφους ερευνητές δεν ενδιαφέρουν μόνον τα δημώδη μνημεία του λόγου, τα ποικίλα έθιμα, η τέχνη, αι δοξασίαι, αι κοινωνικαί και πνευματικαί του λαού εκδηλώσεις, αλλά και ο υλικός του βίος, ήτοι τα σχετικά με την κατοικίαν, τας τροφάς και τα επαγγέλματα. Εις το τελευταίον τούτο κεφάλαιον υπάγεται το υπό τον ως άνω τίτλον θέμα μας.

Την βαρελοποιείαν ήσκησαν και ασκούν ακόμη οι κάτοικοι ωρισμένων κοινοτήτων της Έλλάδος1 ως μόνιμοι εν τω τόπω κάτοικοι ή πλανόδιοι τεχνίται.2 Την πρώτην θέσιν εις το επάγγελμα τούτο κατέχουν τα χωρία Σωπική και Τσιάτιστα Πωγωνίου της Βορείου Ηπείρου, υπαγόμενα νυν εις την Άλβανίαν. Οι Σωπικιώται βαγενάδες (βαρελάδες), οίτινες επενόησαν και ιδίαν συνθηματική γλώσσαν, τα «Σώπικα»,3 περιήρχοντο παλαιότερον τας χώρας της χερσονήσου του Αίμου και τα παραλιακά κέντρα του Μικρασιατικού Ελληνισμού, κατασκευάζοντες ή επισκευάζοντες κρασοβάγενα ή κρασοβάρελα, λαδοβάρελα, δρεβενίτσες (νεροβάρελα, φερόμενα εις τον ώμον), βιτσέλλες ή φ’τσέλλες (μεγάλα νεροβάρελα, φορτωνόμενα εις ζώα), τρομπόλες (κάδους βουτύρου), μαστέλλες (κάδους παντός είδους), αμπάρια δια τα δημητριακά, καρρούτες δια το πάτημα των σταφυλών, πινάκια, νάπους, δια την μέτρησιν των δημητριακών και άλλων ξηρών καρπών κ.ά.

Η τέχνη των, του βαγενά, ήτο ονομαστή και είναι ακόμη εις όλην την βαλκανικήν. Εν Ήπείρω διηγούνται (και φαίνεται ότι η διήγηση δεν είναι μυθική) ότι κάποτε οι Σωπικιώται είχον κατασκευάσει εις το χωρίον των εν μέγα βαγένι, που ανήκεν εις τον ιερέα Γιάννην Παπάν, και εχωρίζετο εις τρία μέρη εσωτερικώς, εκ των οποίων το μέσον ήτο κενόν. Εντός του μέρους αυτού ο εν λόγω ιερεύς απέκρυψε τον Άλή Πασάν, πού κατεδιώκετο από τον Κούρτ Πασάν του Βερατίου, αφού εγέμισε με οίνον τα δύο άλλα ακραία μέρη του βαρελιού. Ο Άλής ευγνωμόνων δια την σωτηρίαν του έκτισεν εις την Σωπικήν πολυτελή οικίαν δια τον ιερέα, η όποια σώζεται, ως λέγεται, μέχρι σήμερον και ονομάζεται σαράϊ.

Ηπειρώται βαγενάδες προέρχονται και από τα εις την έλληνικήν επικράτειαν υπαγόμενα χωρία Δρυμάδες και Σταυροσκιάδι Πωγωνίου, από τα χωρία Λιά και Γράβα των Φιλιατών, εκ Μετσόβου της Ηπείρου και εκ Μηλιάς. Εις τα διάφορα χωρία της άλλης Ελλάδος οι πλανόδιοι βαγενάδες πρόσωνυμούνται γκιούσηδες.

Μόνιμοι εις τας εστίας των, αλλά και πλανόδιοι βαρελοποιοί προέρχονται και από το χωρίον Σοκράκι της Κερκύρας, από την Σουβάλαν και το Κυριάκι τής Βοιωτίας, την Καλίπολιν των Δαρδανελλίων, την Σκόπελον των βορείων Σποράδων, την Ίον, την Πάρον και την Σαντορίνην των Κυκλάδων.

Α. Βαρελάδικα εν Σαντορίνη
Μεγέθη και χωρητικότης βαρελιών - άλλα σκεύη
Τα βαρελάδικα εις την Σαντορίνην λέγονται βουτσάδικα και ευρίσκοντο παλαιότερον εις όλους τους λιμένας της νήσου, ήτοι εις το Άμμούδι, εις την Αρμένη της Απάνω Μεριάς, εις τα Φυρρά, το Γιαλό και εις τον Αθηνιό, απ’ όπου εγίνετο η εξαγωγή του οίνου. Σημειωτέον ότι «τα διάφορα καΐκια, που μεταφέρανε το κρασί, εκτός από τη Σύρα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αίγυπτο και στη Ρωσία, δεν είχανε μόνιμη στοίβα από βαρέλια, για να βάζουν το κρασί, αλλά βάζανε βαρέλια από το λιμάνι, που τα αφήνανε στον τόπο του προορισμού τους».5

Τους βαρελάδες οι Θηραίοι ονομάζουν βουτσάδες.6 Τα βουτσά έχουν ενταύθα διάφορα ονόματα, αναλόγως του μεγέθους και της χωρητικότητος αυτών. Ούτως άφουρα (η) και εν τω πληθυντικώ άφουρες (οι) λέγουν τα βαρέλια, «που παίρνουν τρία βουτσά κρασί, δηλαδή 1008 οκάδες».5 Δια την λέξιν άφουρα ο Ν.Γ. Πεταλάς έγραφε κατά το 1876 τα εξής: «Η άφουρα [είναι] δοχείον μέγα οίνου ισοδυναμούν προς τρία βουτσία, περιέχοντα επτά βαρέλας έκαστον, ο έστιν εν όλω 21 βαρέλας, (ήτοι) 945 οκάδας. Αναμφιβόλως είναι ο αρχαίος αμφορεύς υπό του χρόνου παρεφθαρμένος, όστις και μετρητής ελέγετο·ήτο δε μέτρον χωρητικότητος δια τα υγρά».7

Βουτσί είναι το βαρέλι το περιλαμβάνον 336 και πλέον οκάδας.

Μπόμπαν λέγουν εν Θήρα το χωρητικότητος 400-600 οκάδων βουτσί, μισόμπομπες τα βαρέλια των 250-300 οκάδων, βαρέλαν το χωρητικότητος 48 και πλέον οκάδων. Η βαρέλα είναι ίση με 6 σέκια, το δε σέκι ίσον προς 8 οκάδας,

Αι λέξεις άφουρα, βουτσί και βαρέλα είχον εκτός της εννοίας του βαρελιού και την της χωρητικότητος. Αύται διευκρινίζονται, αναλόγως προς τον τρόπον, κατά τον οποίον θα τας μεταχειρισθούν. Λέγουν π.χ. «κα μπρε, σιγουράρισε την άφουρα (το βουτσί, τη βαρέλα) με μία πέτρα να μην κατρακυλά μέσ’ στην αυλή». Άλλοτε δε πάλιν ακούει τις: «Εφέτος ήκαμα δέκα βουτσά κρασί όλα-όλα» ή «αυτό το βαρέλι το παίρνει δεν το παίρνει ένα βουτσί».

Οι βαρελάδες της Σαντορίνης κατεσκεύαζον και κατασκευάζουν ακόμη και μικρότερα βουτσιά, ρακοβάρελα, κονιακοβάρελα, τυροβάρελα, ως και διάφορα σκεύη απαραίτητα δια την κάναβαν (οιναποθήκην) με τα αυτά υλικά, που εχρησιμοποίουν δια την κατασκευήν των μεγάλων βαρελιών.

Τα σκεύη αυτά είναι:
1) Κουβάδες: «Με τον κουβά ξαγλούσανε τον ληνό και μ’ αυτόν μεταφέρανε τον μούστο στις άφουρες. Τον κουβά δεν τον έχρησιμοποιούσανε για μέτρο».5
2) Μπίρλια (η) (σχ. 4): «Ήτανε ένα ειδικό δοχείο, σα σκάφη βαθειά, που στο βάθος του είχε μια τρύπα. Σ’ αυτή την τρύπα εστερεώνετο ένας σωλήνας από λευκοσίδερο, πού έμπαινε στην καρκούνα της άφουρας κ΄ έτσι έμπαινε το κρασί στην άφουρα χωρίς να χύνεται».5
3) Σέκι (το): «Ήτανε ένα μικρότερο είδος κουβά, που έπαιρνε ακριβώς οκτώ οκάδες και το μεταχειριζότανε ο τραβετζαριστής για να μετρά το κρασί, όταν γέμιζε τα τουλούμια, με τα όποια γινότανε η μεταφορά του κρασιού στα καΐκια».5
4) Μαστέλλο (το): «Δοχείο ανοιχτό (στρογγυλή λεκάνη), που το μεταχειριζότανε, όταν επρόκειτο ν' ανοίξουμε το μπίρο του βαρελιού και, για να μη στάζη κάτω στο δάπεδο το κρασί, το τοποθετούσαν κάτω άπ' την κάνουλα».5
Δια το σπίτι κατεσκεύαζον «βούτες, μέσα στις οποίες παστώνανε το λαρδί του χοίρου, μικρές αλατσερές, που βάζανε το άλάτσι στο μαεριό, και γλάστρες, που βάζανε φύκους ή άλλα καλλωπιστικά δεντράκια».5

Β. Υλικά κατασκευής
Το βουτσί εν γένει είναι δοχείον, σχήματος περίπου κυλινδρικού με ελαφράν διόγκωσιν κατά το μέσον, κλεισμένον από παντού και έχον δύο μόνον οπάς δια την πλήρωσιν και εκκένωσίν του. Είναι ξύλινον, κατασκευαζόμενον από τις dούγιες (βαρελοσανίδες), πού συγκρατούνται με ξύλινα τσέρκια 8 ή βεργιά ή σιδηρά στεφάνια, και φέρουν εκατέρωθεν τα φούdια 9 (2 ξύλινα επικαλύμματα). Επειδή τα βαρέλια περιέχουν συνήθως υγρά, γίνονται με εκλεκτά υλικά και είναι ερμητικώς κλεισμένα. Ως με επληροφόρησεν ο εκ Μεγαλοχωρίου Θήρας βουτσάς Ελευθέριος Ευδαίμων το έτος 1948, ηλικίας τότε 40 ετών, εις το βουτσάδικο των εκ Θήρας επίσης καταγόμενων αδελφών Μιχαήλ, Εμμανουήλ και Μελετίου Γαβαλά (οδός Κωνσταντινουπόλεως εις τα Σεπόλια), «το καλύτερο ξύλο για το βουτσί, το πρώτο ξύλο είναι ο δρυς. Το δεύτερο η καστανιά. Τα βουτσά από δρυ ή καστανιά είναι για κρασί και για κονιάκ. Τα ξύλα της καστανιάς τα φέρνομε στη Σαντορίνη κ’ εδώ στην Αθήνα απ’ τ’ Άγιο Όρος και την Ιταλία. Στα παλιότερα χρόνια δρυ εφέρνανε από τη Ρουσία. Τώρα δρυ παίρνομε από τη Μακεδονία, πιο πολύ όμως κάνομε χρήση της καστανιάς τώρα. Τα τελευταία χρόνια καστανιά, πριν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο δουλεύαμε και με δρυ. Δρυ εφέρναμε κι από τη Ρουμανία, Σερβία, Τουρκία κι απ’ αλλού».

Το ξύλον δια τα βαρέλια πρέπει να είναι υγιές, χωρίς ρόζους και άλλα ελαττώματα και να «μην είναι κομμένο σε χασοφεγγαριά». Η κοπή του δεν γίνεται με επάλληλους πριονισμούς προς τον άξονα του κορμού, αλλ’ ακτινοειδώς από το κέντρον αυτού προς την περιφέρειαν και κατά την διεύθυνσιν «των νερών» του ξύλου, ώστε να μη επηρεάζει η υγρασία τας ίνας του. Οι dούγιες είναι συνήθως μήκους 0,80 έως 1,75 μ. και πλάτους 0,10 έως 0,30 μ.·, ως και μεγαλυτέρων κάπως μεγεθών. «Στα παλαιά τα χρόνια στη Σαντορίνη τα βουτσά, οι άφουρες, είχανε τσέρκια ή βεργιά, δηλαδή ξύλινα στεφάνια, στα τελευταία χρόνια με σίδερο γαρβανισμένο».10

Έτερον υλικόν δια το βουτσί είναι το ψαθί. Τούτο φύεται εις όχθας ποταμών και εις βάλτους, ακριβώς ως φυτρώνουν και τα καλάμια. «Το περισσότερο ψαθί βγαίνει στο Άργος. Το καλύτερο ψαθί είναι το Αργίτικο. Οι πρόκες που καρφώνομε στα φούdια είναι δίμυτες. Στα παλαιά χρόνια, που δεν είχανε πρόκες, κάνανε ξυλένιες,, τους πίρους. Τα καρφιά που καρφώνομε τα βεργιά τα λέμε πιρτσίνια».10

Γ. Τεχνική κατασκευής
Ό βουτσάς δια να κατασκευάση το βουτσί 11 προβαίνει πρώτον εις το πελέκημα, κατεργαζόμενος χωριστά εκάστην dούγια. Την στηρίζει επάνω εις δρύϊνον κορμό (σχ, 32) και προσδίδει εις αυτήν δια της ταλιαδούρας (σχ. 24) το κατάλληλον σχήμα εις τας επιμήκεις της πλευράς και ελαφράν κλίσιν προς τα μέσα εις τας αυτάς πλευράς, δια να συνδεθούν οι dούγιες καλώς μεταξύ των. Αλλά ας αφήσωμεν τον Ελευθέριον Εύδαίμονα να μας είπη δια το έργον του: «Ανάλογα με τη φόρμα (φάρδος) του βαρελιού βάνομε τις dούγιες. Μπορεί η άφουρα να πάρη και 40 και λιγώτερες, ανάλογα πάλι με το φάρδος όχι μονάχα του βουτσού μα και της dούγιας. Όσο πιο στενές οι dούγιες, τόσο πιο καλές. Τις κόβομε όλες με το ξεγυριστάρι. Το ίδιο εργαλείο με φαρδύτερη λάμα λέγεται κουραστάρι (φαρδύ πιργιόνι, πριόνι) (σχ. 30). Τις κόβομε σε ίσα bόγια, να μην είναι δηλαδή η μια μακρύτερη από την άλλη ή φαρδύτερη. Οι dούγιες πελεκιώνται με την ταλιαδούρα. Ύστερα τις πατούμε με την πλάνια (σχ. 31). Τις παίρνομε και τις σκαρώνομε κι ανάλογα τις οκάδες του βαρελιού θα βάλωμε τη φόρμα».

Το σκάρωμα, δηλαδή η συναρμολόγησα του βαρελιού, είναι το δεύτερον στάδιον της κατασκευής του. Οι dούγιες στήνονται κυκλικώς η μία παρά το πλευρόν της άλλης και περιβάλλονται και συγκρατούνται κατά τα άνω άκρα των δια της φόρμας (σιδηράς στεφάνης). Άλλαι όμοιαι, αλλά ευρυτέρας κάπως διαμέτρου, ξύλιναι ή σιδηραί στεφάναι, διαδοχικώς προστιθέμεναι, συσφίγγουν τις dούγιες μεταξύ των μέχρι περίπου τού μέσου του ύψους των. κατόπιν αι υπόλοιποι dούγιες αφίστανται αλλήλων, η δε περαιτέρω σύνδεσίς των επιτυγχάνεται με το άναμμα φωτιάς εντός του κενού χώρου του βαρελιού, υπό την επίδρασιν της οποίας τα ξύλα αποκτούν μεγαλυτέραν ευκαμψίαν. Έπειτα το κάτω μέρος του βαρελιού περιβάλλεται δια συρματόσχοινου, που με ειδικόν σφιγκτήρα συσφίγγεται ολίγον κατ’ ολίγον και συμπαρασύρει τις dούγιες, έως ότου αύται έλθουν εις πλήρη επαφήν μεταξύ των, οπότε συνδέονται και συγκρατούνται εις την θέσιν αυτήν με διαδοχικώς τοποθετουμένας στεφάνας. Όταν πρόκειται δια μικρού μεγέθους βαρέλια αντί πυράς χρησιμοποιείται ζέον ύδωρ.

«Άμα το σκαρώσωμε, λέγει ο Ελευθέριος Ευδαίμων, έπειτα το σαβαγιάρομε. Σαβαγιάρισμα λέμε, δηλαδή να φέρομε τις dούγιες στα ίσα από πάνω. Μετά το ξεφορμίζομε. Του περνάμε τ’ απάνω βεργιά πρώτα και το σφίγγομε με τη σφήνα και με το σφυρί (σχ. 22,23). Τα ξύλινα τα σφίγγαμε με τον κόπανο, το σφυρί και την ξύλινη σφήνα. Τα παλαιά χρόνια βάναμε φωτιά μέσα στο σκαρωμένο βαρέλι και με νερό εγυρίζαμε τις dούγιες (ολόκληρο το βαρέλι) με τις μαΐστρες. Μαΐστρες ήταν στεφάνια, που τις σφίγγανε τις dούγιες. Στην αρχή λυγούσανε μια-μια dούγια και μετά το σκαρώναμε. Τώρα υπάρχει μηχανή χειροκίνητη, πού γυρίζει τα βαρέλια. Πάλι θα βάλωμε από την άλλη μεριά τα βεργιά του, δηλαδή πάλι θα το ξεφορμίσωμε. Έπειτα θα το σφίξωμε για καβάρισμα, δηλαδή κάνομε το κούρεμα, το κουρεύομε, μετά το παίρνομε από μέσα με το καραβορούκανο, το καβάρομε». Ώστε το τρίτον στάδιον της κατασκευής του βαρελιού είναι το καβάρισμα, το όποιον γίνεται με τα εργαλεία τσινιαδόρος, καβαροσκέπαρνο και καβαρορούκανο (σχ. 19-21). Εις εκάστην δηλαδή ακραν της dούγιας γίνεται η γράδωση12 (σχ. 29), δηλαδή κατασκευάζονται αύλακες, εντός των οποίων θα ενσφηνωθούν αργότερον τα φούdια.13 Με την πλανιοπούλα (σχ. 25) εν Σαντορίνη «παίρνουν τον όρλο». Όρλος είναι τα κυκλικά επάνω και κάτω άκρα του βαρελιού. Τέταρτον στάδιον κατασκευής είναι να γίνουν τα φούdια, δηλαδή τα καππάκια. Κάθε φούdι αποτελείται από dούγιες, πού παρατίθενται κατά πλάτος και συνδέονται μεταξύ των ή με ξυλόσφηνες ή με δίμυτες καρφοβελόνες. Το όλον φούdι περικόπτεται κυκλικώς με ακτίνα σύμφωνον προς την φόρμαν του βαρελιού, λεπτύνεται δε κατά την περιφέρειάν του, δια να ημπορεί να εισχώρησει εις την εσωτερικήν αύλακα των dουγιών. Αφαιρείται τότε η ακραία στεφάνη και το φούdι πιεζόμενον καταλλήλως εισδύει και ενσφηνώνεται εις την αύλακα (σχ. 28). Εις τις άφουρες τα φούdια συνήθως ενισχύονται με ισχυράν ξυλίνην μπάραν (τραβέρσαν), που τοποθετείται επάνω εις την διάμετρον της επιφανείας των. «Με την κλόβα (σχ. 26) μπλιγάρομε κομμάτια τω φουdιώ, που τα λέμε dαbανία». 14 Αφού περάσουν τα φούdια, το ψαθώνουν με το ψαθί. κατόπιν το ξύνουν απ’ έξω με το ρουκάνι και τέλος το σιδερώνουν. Σιδέρωμα είναι η τακτοποίησις των τσερκιών ή βεργιών (στεφανιών). Ο βουτσάς χρησιμοποιεί προς τούτο σφήναν, που κτυπά με σφυρί, δια να προωθή τα τσέρκια. Αντί σιδηρών στεφανιών κάποτε τοποθετούν και δυο ξύλινα, που χρησιμεύουν ως προσκέφαλα, όταν το βαρέλι κυλίεται επί του εδάφους και ούτω προλαμβάνεται η φθορά του. Έπειτα ανοίγουν την κάνουλα και την καρκούνα, με ειδικόν εργαλείον (σχ. 27), δηλαδή την μεγάλην οπήν εις την μέσην του βαρελιού. Η κάνουλα γίνεται εις το φούdι. Την καρκούνα φράσσουν με τον πίρο, ο οποίος είναι πώμα, συνήθως εκ κέδρινου ή δρύινου ξύλου σκληρού, που περιτυλίσσεται με λινόν ράκος. Η λέξη πίρος αναφέρεται εις τας παροιμίας: «Δεν φταίς, εσύ, φταίει του βουτσού ο πίρος», η όποια λέγεται προς τους ακοσμούντας ένεκα μέθης, και «όπου λυπάται από τον πίρο, χάνει από την καρκούνα» ή «όποιος φοβάται από τον πίρο, το χάνει απ’ την καρκούνα».15

Τα κομματάκια από τα ξύλα, πού μένουν μετά την κατασκευήν του βαρελιού, λέγονται εν Σαντορίνη ροdαρίδια και απάκρηες. Πελεκούδια ονομάζονται αυτά, τα οποία «πετιώνται, άμα πελεκάμε τις dούγιες. Βγαίνουν και τα ρουκανίδια».10

Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν «τρέχει» (στάζει) το βαρέλι, το διορθώνουν με το ατσάλινον εργαλείον, πού λέγεται καλαφατικό (σχ. 17). «Αν είναι πολύ παλιωμένο, τότε θα πλανίσουν όλες τις dούγιες και θα τις ξαναβάλουν στη θέση τους».10

Τέλoς, πριν τεθή εις το βουτσί ο μούστος ή έτερον υγρόν, «πρέπει να το ξετρυάσουν, δηλ. να το καθαρίσουν εκ του παλαιού υπολείμματος. Αν η τρυγιά είναι ξηρά, την διαλύουν με θερμόν ύδωρ, Αν το βουτσί είναι προ πολλού κενόν, τότε θα του αφαιρέσουν το ένα φούdι, θ’ ανάψουν φωτιάν με ρουκανίδια ή θα ρίψουν εντός αυτού θερμόν ύδωρ, μετά του οποίου έχουν συμβράσει κυδώνια ή άλλους αρωματώδεις καρπούς.5

Έπειτα το «φουντώνουν» εκ νέου.



* Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από το ΜΑ Δανέζης (έπιμ.), Σαντορίνη, Αθήνα 1971, σ. 231-236.

1. Κατά την αρχαιότητα πρώτος ο Πλίνιος (Η.Ν.XIV, 27) κάμνει λόγον περί ξύλινων δοχείων, φερόντων κυκλικάς στεφάνας, πού εχρησιμοποίουν οι κάτοικοι των Αλπείων περιοχών προς εναπόθεσιν του οίνου. Δια την βυζαντινήν περίοδον ο Φ.Ί. Κουκουλές (Βυζαντινών βίος και πολιτισμοί, Β,Ι, εν Αθήναις, 1948, σ. 188) γράφει: «Εις χώραν αμπελοφόρον, οία είναι η Ελλάς, οι χωρικοί είχον απόλυτον ανάγκην ειδικών δοχείων, ίνα εν αυτοίς τοποθετώσι τον οίνον των. Προς τούτο γνωστόν είναι ότι εχρησιμοποίουν πιθάρια, αλλά και ξύλινα βυτία, προς κατασκευήν των οποίων, φυσικά, έπρεπε να υπάρχωσιν ειδικοί τεχνίται. Ότι ούτοι ωνομάζοντο βουτσάδες συμπεραίνομεν εξ όσων μας παραδίδει συγγραφεύς του τελευταίου αιώνος της ημετέρας αυτοκρατορίας, ο Ιωάννης Καναβούτσης, όστις τα βυτία καλεί, ως και σήμερον, βουτσία, προσθέτων την λεπτομέρειαν ότι ο τον πυθμένα του βουτσίου αποτελών κύκλος εκαλείτο τότε υπό των τεχνιτών τυμπάνιον ή φούντη, σήμερον δε φούντι, προς περιγραφήν του οποίου μετεχειρίζοντο εργαλείον, όπερ λατινιστί ελέγετο σέστα, ελληνιστί δε περίγρα, τήν περιφέρειαν του βουτσίου καλούντες χάντρωσιν».

2. Κ. Φαλτάϊτς, «Οι πλανόδιοι Ηπειρώται τεχνίται», Ελληνική Επιθεώρησις, Αθήναι, ετ. Κ’, 1926/27, τευχ. 240, σ. 6-8. Του Αυτού, «Οι πλανόδιοι τεχνίτες στην Ελλάδα», Ελληνικά Γράμματα, Αθήναι, έτ. 3ον, 1928, σ. 8-13.

3. Ο Αθανάσιος Παπαχαρίσης γράφει: «Οι φέροντες το επώνυμον Βαγενάς εις διάφορα μέρη της Ελλάδος ανάγουν συνήθως την καταγωγήν των εις προγόνους βαγενάδες εκ Σωπικής καταγομένους». Αθ. Χ. Παπαχαρίση, «Τα Σώπικα ή η συνθηματική γλώσσα των βαγενάδων της Βορείου Ηπείρου», Ηπειρωτικά Χρονικά, ετ. 5, Ιωάννινα 1930, σ. 266. Το επίθετον Βαγενάς εσχηματίσθη βεβαίως εκ του επαγγελματικού ονόματος, αλλά χωρίς ο φέρων τούτο να κατάγεται αποκλειστικώς εκ Σωπικής, διότι ου μόνον εν Ηπείρω, αλλά και εν Αθήναις παλαιότερον, εν Πελοποννήσω, Θράκη και αλλαχού ο κοινώς βαρελάς λέγεται βαγενάς. Εν Θεσσαλία λέγεται βαϊνάς και θηλ. βαϊνού. Η λ. προέρχεται εκ του ούσ. βαγένι, βαένι, και της καταλήξεως -άς. Το βαγένι προέρχεται εκ του μεσαιωνικού ούσ. βαγοίνιον. Βλ, Ιστορικόν Λεξικόν της Νέας Ελληνικής της Ακαδημίας Αθηνών εν. λ. Ο G. Meyer εν Neugriechische Studien, II 15, και ο Vasmer εν Grecoslavjansk Etioudi, 3, 41, την ετυμολογούν εκ του σλαβικού vagan, ενώ ο Ν. Γ. Πολίτης (Παροιμίαι, τόμ. Γ’, εν Αθήναις,1901, σ. 21) θεωρεί πιθανήν την εκ του λατινικού vagina ετυμολογίαν.
Συνώνυμα του βαγενάς είναι ο βουτσάς εκ του ούσ. βουτσί και της παραγωγικής καταλήξεως -άς, βουτσινάς και βουτσιτζής. Η λ. απαντά και ως επώνυμον υπό τον τύπον Βουτσάς. Η λ. βουτσί προήλθεν εκ του μεσαιωνικού ούσ. βουτσίον και τούτο εκ του βουτίον παρά το βυτίον. Συνήθως ο λαός χρησιμοποιεί τας φράσεις: «Γίνηκε βουτσί από το φαΐ», πού σημαίνει ότι επαχύνθη από το φαγητόν, «του έρριξε ξύλο πού τον έκανε βουτσί», δηλαδή τόν εξυλοκόπησε τόσον, ώστε επρήσθη, και τας παροιμίας: 1) «ο φτωχός Άγιος και τ’ αδειανό βουτσί δεν έχουν πρέπα», ήτοι οι πτωχοί και οι μη παρέχοντες κέρδος δεν τιμώνται, 2) «όσο είχε το βουτσί κρασί, Βασίλη, κύρ Βασίλη, και τώρα, πού το σώσαμε, που σ' εύρα, βρε κασσίδη», λεγομένη επί αχάριστων.

4. Βλ. Δημ. Σάρρου, «Περί των εν Ηπείρω, Μακεδονία και Θράκη συνθηματικών γλωσσών», Λαογραφία, τόμ.Ζ', 1923, σ. 535, Αθ. Χ. Παπαχαρίση, «Τα Σώπικα ή η συνθηματική γλώσσα των βαγενάδων της Βορείου Ηπείρου», Ήπ. Χρον., ετ. 5, σ. 265-70. Του Αυτού, «Προσθήκη εις τα Σώπικα», ενθ’ αν., έτ. 7, 1932, σ. 213-15. Του Αυτού, «Τα Σώπικα», Η Βόρειος Ήπειρος, τευχ. 12, σ. 22-23, τευχ. 13-14, σ. 27-28. (Χρ. Β. Παπασταύρου), τ' Αλειφιάτικα, τα Σάπικα και τα Μουτζούρικα. Συνθηματικά γλωσσάρια πετρωτών τεχνιτών, [Αθήναι, 1945], 8ον, δ' +34 σ.

5. Πληροφορία του εκ Σαντορίνης Φ. Κατσίπη.

6. Ούτως ωνομάζοντο, ως είδομεν ανωτέρω, και κατά τον τελευταίον αιώνα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ως γράφει ο Φ. Ι. Κουκουλές, ένθ' άν., σ. 188.

7. Ν. Γ. Πεταλά, Θηραϊκής γλωσσολογικής ύλης, τευχ. Α'. Ίδιωτικόν της θηραϊκής γλώσσας, Αθήνησι, 1876,σ. 36. Έν Νάξω το κρασοβάρϊλον,το περιλαμβάνον άνω των 1000 οκάδων, λέγεται ωσαύτως άμφουρα και άφουρα. Βλ. Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, αριθμ. χ/φου 703, σ. 5 (Χ. Χρηστοβασίλη, Ναξιακόν νεοελληνικόν γλωσαάριον, 1919), (Εφεξής δια της βραχυγραφίας ΚΛ θα νοήται το εν λόγω Κέντρον]. Εν Σύρω βυτίνες λέγονται τα μεγάλα βαρέλια. ΚΛ, αριθμ. χ/φου 487, σ. 82. (Αναστασίας Κουκουλέ, Γλωσσάριον εκ Θήρας, Καλύμνου, Κυκλάδων, Σύρου, Τήνου, αν. τ. και χρ.). Εν Κυδωνίαις λάντζα λέγεται μέγα βαρέλιον οίνου. ΚΛ, αριθμ. χ/φου 695, μέρ. Β', σ. 115). (Γ. Σακκάρη, Κυδωνιέων διάλεκτος, 1919). Αλλαχού λέγεται αφόρα «το μικρότερον του βαγενίου οινοδοχείον», ΚΑ, αριθμ. χ/φου 474, σ. 125. (Ανωνύμου, «Γλωσσική έρευνα», Συλλογή δημωδών λέξεων κοινών και ιστορικών). Παραβούτια λέγονται «βυτία μακρουλά προς τα κάτω στενά και προς τα άνω πλατέα, με τα οποία μεταφέρουσι τας σταφυλάς εν ώρα του τρυγητού από τας άμπέλους». ΚΑ, αριθμ. χ/φου 936, σ, 72. (Αλ. Έ. Λαυριώτου, Λεξιλόγιον Αγίου Όπους Άθωνος,1893), Εν Κεφαλληνία η ορνέλλα είναι «επίμηκες κωνοειδές βυτίον, φέρον διάφραγμα εκ τριχών, δι’ ου διηθείται ο εν τη τρυγί περιεχόμενος οίνος». ΚΛ, αριθμ. χ/φου 687, σ. 124 -125. (Σπ. Μαρινάτου, Επαρχιακά εκ Κεφαλληνίας λέξεων συναγωγή, εν Αθήναις, 19 Δεκεμβρίου 1918).

8. Εντεύθεν και το παρωνύμιον Τσερκουλής, επειδή έκοπτε τσέρκια, Πληροφορία Φ. Κατσίπη.

9.    Η λ. απαντά και κατά την βυζαντινήν εποχήν Φ. Ί. Κουκουλέ, ενθ' άν., σ. 188.

10. Πληροφορία Ελευθερίου Ευδαίμονος.

11. Και εν Κεφαλληνία «μέγα βυτίον ουδέποτε λέγεται βαρέλι, αλλά μόνον βουτσί. Μικρότερον βυτίον καλείται η βαρέλα, έτι μικρότερον βαρελάκι». ΚΛ, αριθμ. χ/ψου 687, σ. 225 κ. έξ. (Σπ. Μαρινάτου, ένθ' άν.)

12. Εν Κονίτση της Ηπείρου λέγεται γαρδάλωση κατασκευαζόμενη με μικρόν εργαλείον, λεγόμενον γαρδαλωτήρι, Χ, Ρεμπέλη, Κονιτσιώτικα, Αθήναι, 1953, σ. 290.

13. Εν Κεφαλληνία λέγεται φουντί ή φουντωσιά, ΚΛ, αριθμ. 687, σ. 225. (Σπ, Μαρινάτου, ένθ' άν.).Κατά τήν βυζαντινήν εποχήν, ως είδομεν ανωτέρω, «ο τον πυθμένα του βουτσίου αποτελών κύκλος εκαλείτο τότε υπό των τεχνιτών τύμπανιον ή φούντη».
Φ. Ί. Κουκουλέ, ενθ. άν, σ, 188. Περί της λ. τυμπάνιον βλ. την κατωτέρω υποσημείωσιν.

14. Η εν Σαντορίνη απαντώσα λ. dabάνια είναι ασφαλώς ο πληθυντικός της βυζαντινής λέξης τυμπάνιον.
Η λέξη τυμπάνιον, σημαίνουσα το φούdι, ευρίσκεται και εν Kosenza της Κάτω Ιταλίας ως timpanu. Βλ. G. Rohlfs, Etymologisches Worterbuch der Unteritalienischen Grazitat,2α έκδ., Tubingen, 1964, σ. 524, εν λ. τυμπάνιον.

15. Η παροιμία αυτή είναι παραλλαγή της κοινής: «Όπου λυπάται το καρφί χάνει και το πέταλο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου